- φαιδρόνους
- -ουν, και ασυναίρ. τ. φαιδρόνοος, -ον, Α1. αυτός που έχει καθαρό μυαλό2. εύθυμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρός + -νους / -νοος (< νοῦς / νόος), πρβλ. σοφό-νους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek